Βλέπεις ό,τι έχει απομείνει.
Μυρμήγκια κατουράνε στο ηλιόφως
αναζητώντας κάποιο θαύμα,
κι όλες οι καραμπίνες έχουν
αποκτήσει
ομοίωμα ψυχής
με πίκρα αδιάβροχη.
Αργά – αργά
στα πάρκα
σέρνονται
οι μάρτυρες
σαν υστέρημα ημέρας
που σφίγγει.
Είναι αυτή η δύναμη
που σκοτεινιάζει
τα μεθυσμένα χέρια μου
και κάνει τα ρολόγια
να κλαίνε.
Βλέπεις ό,τι έχει περισσέψει
και οι κατάλογοι αραδιάζουν ονόματα
που δεν υπάρχουν
και τρένα διασχίζουν μια πόλη
με νοικιασμένα ουρλιαχτά
και κόκαλα αναμμένα
δίχως καύτρα,
αναγαλλιάζουν.
Είναι αυτά
τα φοβισμένα τζάμια
που διαλογίζονται
στην πρωινή βροχή
τόσο μακριά
από τη λάμψη των λουλουδιών.
Είναι αυτή η μουσική
καθώς σε σκέφτομαι
νεκρό
γράφοντας
ένα μεγάλο
γιατί
στα σύννεφα
του καθρέφτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου