Χτυπιόταν το σκοτάδι
φλέγμαινε τις πόρτες
το σκοτάδι
πεινούσε κι άλλο
το σκοτάδι
γυναίκες έφερναν
μήλα αγέρωχα
με ρώγες αίμα
άγγιζαν οι καμπάνες
φλέβες κεραυνούς
χνώτα ανένδοτα
ξημέρωναν στους καθρέφτες
και ο προφήτης
από την κορυφή του κρανίου του
εγώ ειμί
εγώ ειμί,
φώναξε
όταν κρεμάσαμε
τους χτύπους της καρδιάς του
στο τσιγκέλι
φλέγμαινε τις πόρτες
το σκοτάδι
πεινούσε κι άλλο
το σκοτάδι
γυναίκες έφερναν
μήλα αγέρωχα
με ρώγες αίμα
άγγιζαν οι καμπάνες
φλέβες κεραυνούς
χνώτα ανένδοτα
ξημέρωναν στους καθρέφτες
και ο προφήτης
από την κορυφή του κρανίου του
εγώ ειμί
εγώ ειμί,
φώναξε
όταν κρεμάσαμε
τους χτύπους της καρδιάς του
στο τσιγκέλι
1 σχόλιο:
Ήθελα να σχολιάσω σε τυχαίο σου ποίημα ή αν το θες σε κάποιο που δεν έχει σχολιάσει άλλος γιατί όταν κάτι μου τραβήξει την προσοχή στο διαδίκτυο δεν τσιγκουνεύομαι στα λόγια και εδώ οι άνθρωποι δεν το συνηθίζουν.
Κραυγάζει η ποίησή σου εδώ αλλά και σε άλλα ποιήματά σου που διάβασα, άλλοτε σαν εσωτερική κραυγή και άλλοτε σαν κραυγή μιας εποχής που θέλει να διέλθει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα από το παρόν της.
Μου αρέσει.
Αν μου επιτρέπεις, παρότι διακρίνω μιαν επιτήδευση κάπου κάπου στις λέξεις και όχι στο λόγο, υπάρχει ισχυρό, ισχυρότατο θα έλεγα, υπόβαθρο ανθρώπινης, ανδρικής και κοινωνικής ευαισθησίας.
Δεν θα πω άλλα… για πρώτη φορά ήταν πάρα πολλά.
εξάλλου…
«υπήρχαν εκείνοι οι κρότοι
των θαυμαστικών
πάνω στους τοίχους
που τόσο μας κούραζαν»
τι ισχυρή αποτύπωση της αλήθειας…
Δημοσίευση σχολίου